- έλευση
- [-ις (-εως)] η прибытие; приход, приезд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έλευση — η (ΑΜ ἔλευσις) 1. ερχομός, άφιξη 2. φρ. «ἡ ἔλευσις τοῡ Σωτῆρος τοῡ Κυρίου κ.λπ.» η ενσάρκωση τού Χριστού, η κάθοδός του στη γη 3. φρ. «ἡ δευτέρα ἔλευσις» η δευτέρα παρουσία … Dictionary of Greek
έλευση — η άφιξη, ερχομός, προσέλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεύσῃ — ἐλεύσηι , ἔλευσις coming fem dat sg (epic) ἔρχομαι ibo fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοντανισμός — Χριστιανική αιρετική κίνηση, που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 2ου αι. στη Φρυγία. Ιδρυτής της ήταν ο Μοντάνος, ένα πρόσωπο για το οποίο δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Ο Μοντάνος, ύστερα από οράματα και εκστάσεις, προφήτευσε την προσεχή έλευση… … Dictionary of Greek
παρουσία — η, ΝΜΑ 1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.) 2. η έλευση, ο ερχομός… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
χιλιασμός — Μυστικοθρησκευτική αντίληψη, που εκφράζει την πίστη στην έλευση μιας εγκόσμιας βασιλείας του Χριστού στη γη πριν από την τελική κρίση, η οποία θα διαρκούσε 1.000 χρόνια και θα αντιπροσώπευε μια εποχή ειρήνης και ευτυχίας για όλους τους δίκαιους,… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Μαορί ή Μάορι — (Maori). Λαός της Νέας Ζηλανδίας με καταγωγή από την Πολυνησία. Η έλευσή τους στη Νέα Ζηλανδία κυμαίνεται μεταξύ 9ου και 13ου αι., με πιθανή αφετηρία τα νησιά Ραροτόνγκα και Ραϊατέα. Οι ίδιοι βασίζονται περισσότερο στην προφορική παράδοση και όχι … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek